- μετήχηση
- Ο όρος στην αρχιτεκτονική ακουστική αφορά το σύνολο των ανακλάσεων της ηχητικής ενέργειας στα τοιχώματα ενός χώρου, στο κεντρικό τμήμα του οποίου υπάρχει μια ηχητική πηγή. Ο χώρος θεωρείται ότι έχει περισσότερη ή λιγότερη μ., ανάλογα με την ποσότητα του αναγκαίου χρόνου, που μεσολαβεί ανάμεσα στη στιγμή παύσης εκπομπής της ηχητικής ενέργειας έως τη στιγμή της πλήρους απορρόφησής της (μηδενική ένταση ηχητικού κύματος). Η συγκεκριμένη ιδιότητα, με δεδομένο το μέσο διάδοσης του κύματος (αέρας), εξαρτάται από τις διαστάσεις, τη μορφή και τις ανακλαστικές ιδιότητες των τοιχωμάτων του χώρου και συνδέεται με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ομοιομορφία στην κατανομή της ηχητικής ενέργειας.
Ο χρόνος μ. ενός χώρου, σε μια δεδομένη συχνότητα του ηχητικού κύματος, είναι ο χρόνος που μεσολαβεί από τη στιγμή λήξης της εκπομπής του ήχου με αυτή τη συχνότητα έως τη στιγμή που η εκπεμπόμενη ενέργεια μειώνεται με λόγο 1 :106.
Η μέτρηση του χρόνου μ. σε μια δεδομένη συχνότητα, σε χώρους με προκαθορισμένες διαστάσεις και μορφές και με καλά τοιχώματα ανάκλασης, η οποία εκτελείται αρχικά σε κενό χώρο και αργότερα με τοποθέτηση μιας επιφάνειας ηχοαπορροφητικού υλικού σε κάποια πλευρά ή στο δάπεδο, επιτρέπει τον προσδιορισμό του συντελεστή ηχοαπορρόφησης του υλικού.
Η μελέτη της μ. παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κατά τη σχεδίαση αιθουσών θεαμάτων (θέατρα, κινηματογράφοι).
* * *ηφυσ. φαινόμενο τής ακουστικής το οποίο συνίσταται στην παραγωγή πολλαπλής ηχούς, δηλαδή πολλαπλής ανάκλασης ενός ήχου από τις επιφάνειες ενός κλειστού χώρου στο εσωτερικό τού οποίου έχει παραχθεί ο ήχος.
Dictionary of Greek. 2013.